- ἀπο-ξενιτεύω
ἀπο-ξενιτεύω, = ἀποξενόω, Schol. Eur. Hec. 1195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-ξενιτεύω, = ἀποξενόω, Schol. Eur. Hec. 1195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενιτεύομαι — (ΑΜ ξενιτεύω) πηγαίνω να ζήσω σε ξένη χώρα, αποδημώ, μεταναστεύω («ξενιτεμένο μου πουλί», Πολίτ.) αρχ. 1. βρίσκομαι σε εξορία 2. ζω απομονωμένος από τον κόσμο 3. μέσ. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης σε ξένο τόπο («ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην» … Dictionary of Greek