- ἀπο-μινύθω
ἀπο-μινύθω, sich verringern, Orph. Lap. 16, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μινύθω, sich verringern, Orph. Lap. 16, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
περιμινύθω — Α ελαττώνομαι από παντού, λιγοστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μινύθω «ελαττώνω, περικόπτω»] … Dictionary of Greek