- παρά-κολλος
παρά-κολλος, χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος, Poll. 10, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-κολλος, χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος, Poll. 10, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάκολλος — κατάκολλος, ον (Α) ο αναμεμιγμένος με κόλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ κολλος, παρά κολλος] … Dictionary of Greek
ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] … Dictionary of Greek
πρόσκολλος — ον, Α προσκολλητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος] … Dictionary of Greek