- ἀπο-δρέπω
ἀπο-δρέπω, abpflücken, βότρυς Hes. O. 609; übtr., ἥβας καρπόν Pind. P. 4, 114; ἀγλαΐην Agath. 60 (IX, 154); med., genießen, Pind. frg. 975; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δρέπω, abpflücken, βότρυς Hes. O. 609; übtr., ἥβας καρπόν Pind. P. 4, 114; ἀγλαΐην Agath. 60 (IX, 154); med., genießen, Pind. frg. 975; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
δρέπω — έδρεψα, κόβω, απολαμβάνω, αποκομίζω: Ύστερα από χρόνια έρευνας έδρεψα τους καρπούς των μόχθων μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ … Dictionary of Greek
κατασπάζω — και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, άω) σπάζω κάτι τελείως, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω νεοελλ. εκνευρίζω κάποιον υπερβολικά αρχ. 1. τραβώ κάτω 2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα 3. δρέπω καρπούς από κάποιον 4. πάσχω από σπασμούς 5. λιποθυμώ … Dictionary of Greek
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek
αμέρδω — ἀμέρδω (Α) 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που τού ανήκει, στερώ, αποστερώ 2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα 3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω 4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω 5. ό,τι και το… … Dictionary of Greek
αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… … Dictionary of Greek
εξαμώ — ἐξαμῶ, άω (Α) [αμώ] 1. θερίζω, κόβω εντελώς από τη ρίζα, δρέπω («σπείρων...κἀξαμῶν ἅπαξ», Σοφ.) 2. μτφ. κατασπαράζω, κατακόβω, καταξεσχίζω («τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ ἐξαμήσω», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek