ἀπο-δρομή

ἀπο-δρομή

ἀπο-δρομή, , das Entfliehen; die Zuflucht, Arr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου …   Dictionary of Greek

  • προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο …   Dictionary of Greek

  • υποδρομή — ἡ, Α 1. τρέξιμο κάτω από κάτι ή τρέξιμο στην πορεία ενός άλλου πράγματος («αἱ σελήνης ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑποδρομαί», Κλεομήδ.) 2. υπόγεια οδός 3. κατάσκιος δρόμος, κατάλληλος για να τρέξει κανείς 4. μτφ. δουλοπρέπεια 5. ὑπόδρομος* (Ι) 6. φρ. «ὑποδρομὴ …   Dictionary of Greek

  • αποδρομή — ἀποδρομή, η (Μ) [δρομή] η παρέκκλιση από την ευθεία οδό νεοελλ. επίρρ. απόδρομο και απόδρομα μακριά από τον δρόμο …   Dictionary of Greek

  • παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… …   Dictionary of Greek

  • περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”