- ἀπο-κώλῡσις
ἀπο-κώλῡσις, ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κώλῡσις, ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek