- παρά-κομος
παρά-κομος, behaart, com. bei Poll. 2, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-κομος, behaart, com. bei Poll. 2, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσόκομος — ον, Α αυτός που έχει πάρα πολλά μαλλιά, μεγάλη και πυκνή κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] … Dictionary of Greek