- ἀπο-κάθ-ημαι
ἀπο-κάθ-ημαι, abgesondert dasitzen, Arist. H. A. 9, 40; in ion. Form ἀποκατέαται Her. 4, 66. Bei Poll. 3, 123 wie ἀποκαϑίζεσϑαι, müßig dasitzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κάθ-ημαι, abgesondert dasitzen, Arist. H. A. 9, 40; in ion. Form ἀποκατέαται Her. 4, 66. Bei Poll. 3, 123 wie ἀποκαϑίζεσϑαι, müßig dasitzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek