- παρά-κοιτος
παρά-κοιτος, daneben schlafend oder liegend, D. Sic. 5, 32 u. a. Sp., wie LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-κοιτος, daneben schlafend oder liegend, D. Sic. 5, 32 u. a. Sp., wie LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… … Dictionary of Greek
λαθροκοιτώ — λαθροκοιτῶ, έω (Μ) συνευρίσκομαι κρυφά και παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. παρα κοιτώ, χαμαι κοιτώ] … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek