ἀπο-κονίω

ἀπο-κονίω

ἀπο-κονίω (wegstäuben, d. i.) wegeilen, bei den Aetolern, nach Hygin. Astron. 3, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπεκονίσατο — ἀπεκονί̱σατο , ἀπό κονίω make dusty aor ind mid 3rd sg ἀπό κονίζω aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ακόνιτος — ἀκόνιτος, ον (Α) [κονίω] 1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη τού στίβου ή τής παλαίστρας 2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο …   Dictionary of Greek

  • κονίαμα — το (Α κονίαμα, ιων. τ. κονίημα [κονιώ] νεοελλ. 1. μίγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, που συνήθως είναι ασβέστης ή τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στην τοιχοποιία, κν. λάσπη 2. το επίχρισμα με τέτοιο μίγμα, ο σοβάς… …   Dictionary of Greek

  • κονίαση — η (Α κονίασις) [κονιώ] επίχριση τοίχου με κονίαμα, σοβάτισμα νεοελλ. ιατρ. νόσος που προκαλείται από εισπνοή σκόνης, αλλ. κονίωση …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροκονίαση — η ασθένεια τών πνευμόνων που προκαλείται από εισπνοή μαρμαρόσκονης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + κονίαση (< κονιῶ < κόνις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”