- παρ-άκουσις
παρ-άκουσις, das Verhören, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-άκουσις, das Verhören, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άκουσις — ἄκουσις ( εως), η (Α) 1. ακρόαση 2. στον πληθ. aἱ ἀκούσεις τα ἀκουσμάτια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκούσιμος] … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek