- ἀπο-κομάω
ἀπο-κομάω, das Haar verlieren, Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κομάω, das Haar verlieren, Luc. Lexiph. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεκόμησε — ἀπό κομάω let the hair grow long aor ind act 3rd sg (attic ionic) ἀπό κομέω take care of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκομηκώς — ἀπό κομάω let the hair grow long perf part act masc nom/voc sg (attic ionic) ἀπό κομέω take care of perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek