- ἀπο-κηδεύω
ἀπο-κηδεύω, einen Verstorbenen zu beweinen aufhören, τινά Her. 9, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κηδεύω, einen Verstorbenen zu beweinen aufhören, τινά Her. 9, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
προκηδεύω — Α [κηδεύω] κηδεύω, θάβω πριν από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω … Dictionary of Greek
ταρχύω — Α θάβω, κηδεύω κάποιον σεμνοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνειο από γλώσσα τής Μικράς Ασίας. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τα θεωνύμια λυκιακά trqqas και λουβιτικά Tarhund , που ανάγονται στη ρίζα τού χεττιτ. ρ. tarh «νικώ».… … Dictionary of Greek
οσιώ — ὁσιῶ, όω (Α) [όσιος] 1. κάνω κάποιον όσιο 2. απαλλάσσω κάποιον από ενοχή ή έγκλημα με εξιλαστήρια θυσία 3. κάνω εξιλέωση 4. μέσ. ὁσιοῡμαι, όομαι διατηρώ κάτι αγνό και αμόλυντο 5. παθ. εξαγνίζομαι 6. φρ. «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» κηδεύω (κάποιον) από… … Dictionary of Greek
θεοκήδευτος — θεοκήδευτος, ον (Μ) αυτός που κηδεύθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κηδεύω] … Dictionary of Greek
τάριχος — (I) ο, ΜΑ, και τάριχος, ίχους και ίχεος και τάριχον, τὸ, Α 1. σώμα νεκρού διατηρημένο με ταρίχευση, μούμια 2. κρέας, ψάρι ή άλλο εδώδιμο τού οποίου η σήψη αποτρέπεται με αλάτισμα, κάπνισμα ή ξήρανση στον αέρα (αρχ) μτφ. (για πρόσ.) ανόητος,… … Dictionary of Greek
θάβω — ή θάφτω έθαψα, θάφτηκα, θαμμένος 1. ενταφιάζω, κηδεύω: Πήραν άδεια να θάψουν το νεκρό. 2. κρύβω στο χώμα: Έθαψαν το θησαυρό σ ένα μέρος κρυφό. 3. καταπλακώνω, σκεπάζω: Τρεις εργάτες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια της οικοδομής. 4. προκαλώ μεγάλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)