ἀπο-γλύφω

ἀπο-γλύφω

ἀπο-γλύφω, abkratzen, abschälen, Alciphr. 3, 60.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπογλύψαι — ἀπό γλύφω carve aor inf act ἀπογλύψαῑ , ἀπό γλύφω carve aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογλύψαντα — ἀπό γλύφω carve aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπό γλύφω carve aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογλύφειν — ἀπό γλύφω carve pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέγλυφε — ἀπό γλύφω carve imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόγλυψον — ἀπό γλύφω carve aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογλύψας — ἀπογλύψᾱς , ἀπό γλύφω carve aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • γλύπτης — (Sculptor) (Αστρον.).Αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου του ουρανού, ανάμεσα στους αστερισμούς του Κήτους, του Υδροχόου, του Νοτίου Ιχθύος, του Γερανού, του Φοίνικα και του Κλίβανου. Στον Γ. βρίσκεται ο νότιος πόλος του Γαλαξία. Ο αστερισμός… …   Dictionary of Greek

  • τρίγλυφος — η, ο / τρίγλυφος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» η τρίαινα, Οππ.) 2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος (στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο τού διακόσμου… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιογλυφής — ( ούς), ές 1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου 2. βοτ. «δακτυλιογλυφή αγγεία» αγγεία φυτών από επάλληλους κρίκους κυττάρων που μοιάζουν με δακτυλίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + γλυφής < γλύφω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”