- ἀπο-γλυκαίνω
ἀπο-γλυκαίνω, versüßen, D. Sic. 1, 40; ἀπεγλυκασμένος Ath. II, 55 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-γλυκαίνω, versüßen, D. Sic. 1, 40; ἀπεγλυκασμένος Ath. II, 55 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
ἀπογλυκαινόμενον — ἀπό γλυκαίνω sweeten pres part mp masc acc sg ἀπό γλυκαίνω sweeten pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλυκαίνειν — ἀπό γλυκαίνω sweeten pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλυκαίνεσθαι — ἀπό γλυκαίνω sweeten pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλυκαίνεται — ἀπό γλυκαίνω sweeten pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλυκαίνοντος — ἀπό γλυκαίνω sweeten pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλυκαίνουσα — ἀπό γλυκαίνω sweeten pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπογλυκαίνειν — πρό , ἀπό γλυκαίνω sweeten pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλύκαντος — και αστος, η, ο 1. αυτός που δεν γλυκάθηκε ή δεν είναι γλυκός, άγλυκος, πικρός 2. αυτός που δεν ευχαριστιέται ή δεν ευχαριστήθηκε, πικραμένος, δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλυκαντός < γλυκαίνω, όπως το απίκραντος < πικραίνω) το αγλύκαστος… … Dictionary of Greek
πίκρα — η, Ν·1.η ιδιότητα τού πικρού, η πικράδα («η πίκρα τού κινίνου») 2. η πικρία, η βαθιά λύπη («οπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι) 3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek