- ἀπο-κοτταβίζω
ἀπο-κοτταβίζω, die letzten Tropfen Weins aus dem Becher auf die Erde oder in ein ehernes Becken werfen, daß es klatscht, Xen. Hell. 2, 3, 56; vgl. Ath. XV, 655 e ff u. s. κότταβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κοτταβίζω, die letzten Tropfen Weins aus dem Becher auf die Erde oder in ein ehernes Becken werfen, daß es klatscht, Xen. Hell. 2, 3, 56; vgl. Ath. XV, 655 e ff u. s. κότταβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αποκοτταβίζω — ἀποκοτταβίζω (Α) 1. εκτοξεύω ό,τι έχει απομείνει στο ποτήρι του κρασιού, παίζω κότταβο* 2. φτύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κοτταβίζω «παίζω τον κότταβο*, φτύνω»] … Dictionary of Greek
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek