- ἀπο-καίριος
ἀπο-καίριος, Soph. Phil. 155, = ἄκαιρος, wie der Schol. erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-καίριος, Soph. Phil. 155, = ἄκαιρος, wie der Schol. erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
νευραλγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία (α. «νευραλγικό σημείο» το μέρος ενός νεύρου στο οποίο καθίσταται περισσότερο αισθητό το άλγος β. «νευραλγικός πόνος») 2. μτφ. ευαίσθητος, ευπαθής, καίριος («το νευραλγικό σημείο τής… … Dictionary of Greek