ἀπο-καθ-ίστημι

ἀπο-καθ-ίστημι

ἀπο-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), wieder in seine alte Lage setzen, wiederherstellen, Plat. Locr. 100 c; ἀποκατέστασε τὰν πάτριον πολιτείαν, Pseph. der Byz., Dem. 18, 90; τὸ πάτριον πολίτευμα Pol. 9, 36; τινὰ εἰς οἶκον 8, 29, u. öfter; zurückgeben, ὁμήρους 3, 98; intrans., ἀποκατέστησαν εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν 25, 1; absolut, 2, 41. Er braucht auch ἀποκαϑέστακα als trans. Pers., 21, 9; πολίτας Plut. Alex. 7, in ihre alten Verhältnisse wieder einsetzen; ἑαυτὸν εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον, sich in jene Zeit zurückversetzen, Consol. ad ux. 8; pass., restituirt werden, D. Sic. 13, 92. – Med., von Krankheiten, aufhören, Hippocr.; κίνησις ἀποκαϑισταμένη, die sich legt, Plut. S. N. V. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”