- ἀπο-καθαρτικός
ἀπο-καθαρτικός, reinigend, sühnend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-καθαρτικός, reinigend, sühnend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθαρτικός — ή, ό (ΑΜ καθαρτικός, ή, όν) [καθαρτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν) φάρμακο που… … Dictionary of Greek
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
ελατήριο — το (AM ἐλατήριος, ον) νεοελλ. 1. όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται κάτι σε κίνηση («το ελατήριο τού ρολογιού, τα ελατήρια τής μηχανής») 2. βαθύτερη αιτία, κίνητρο («τα ελατήρια τού εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.») 3. φρ. «πετάχτηκα,… … Dictionary of Greek
κήυος — κήϋος, ΰα, ον (Α) επιγρ. πιθ. καθαρτικός ή καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *qēu «καίω», στης οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα *qәu ανάγεται το ρ. καίω. Μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰαν, στο περιβάλλον τής οποίας μπορεί να… … Dictionary of Greek
ρυπτικός — ή, ό / ῥυπτικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.) αρχ. καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» το καθάρσιο, Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek
καθαρτήριος — α, ο αυτός που γίνεται για εξαγνισμό από ανόμημα, καθαρτικός: Η Δυτική Eκκλησία συχνά μιλάει για το καθαρτήριο πυρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)