αποκναίω — ἀποκναίω (Α) 1. αποξύνω, αποτρίβω 2. (για άνθρωπο) κατατρύχω, κουράζω κάποιον υπερβολικά 3. ( ομαι) φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κναίω = κνώ( άω) «αποξύνω»] … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ψαίω — Α τρίβω, κοπανίζω, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. ψαίω (από όπου τα ψαιστός, ψαίστωρ, ψαῖ[σ]μα) είναι μτγν. δευτερογενής σχηματισμός τού ενεστ. ψήω / ψῆν / ψάω «τρίβω» (πρβλ. κναίω: κνῆν: κνάω). Οι ενεστ. σχηματισμοί με δίφθογγο αι (πρβλ. πταίω,… … Dictionary of Greek
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary