- ἀπο-κακίζω
ἀπο-κακίζω, verstärktes κακίζω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κακίζω, verstärktes κακίζω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακίζω — (AM κακίζω) [κακός] κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τόν κακίζουν λόγω τής συμπεριφοράς του») μσν. οργίζομαι, κακιώνω αρχ. 1. κάνω κάποιον δειλό 2. φέρομαι άνανδρα 3. φρ. «κακίζομαι τύχη» βλάπτομαι μόνο από την τύχη … Dictionary of Greek
ἀποκακίσαντας — ἀπό κακίζω abuse aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek