- ἀπο-κεφαλισμός
ἀπο-κεφαλισμός, ὁ, Enthauptung, Plut. Is. et Os. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κεφαλισμός, ὁ, Enthauptung, Plut. Is. et Os. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλισμός — κεφαλισμός, ὁ (Α) [κεφαλή] ο πίνακας τού πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου τό περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek