ἀπο-καρπίζω

ἀπο-καρπίζω

ἀπο-καρπίζω, Früchte abpflücken; übh. eines Gutes berauben, Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπεκαρπισάμην — ἀπό καρπίζω enjoy the fruits of aor ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκαρπισμένους — ἀπό καρπίζω enjoy the fruits of perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • καρπισμός — (I) ο (Α καρπισμός) [καρπίζω (Ι)] νεοελλ. συλλογή, συγκομιδή καρπών αρχ. εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.). (II) καρπισμός, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”