ἀπο-κύπτω

ἀπο-κύπτω

ἀπο-κύπτω, sich vorn überbücken, perf. ἀποκέκῡφα Ar. Lys. 1003 mit Präsensbdtg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • ἀποκεκύφαμεν — ἀποκεκύ̱φαμεν , ἀπό κύπτω bend forward perf ind act 1st pl ἀπό κύπτω bend forward perf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… …   Dictionary of Greek

  • προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ανακύπτω — (Α ἀνακύπτω) [κύπτω] 1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 2. ακολουθώ σαν αποτέλεσμα, προκύπτω νεοελλ. συνέρχομαι από κάποια συμφορά, αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές) αρχ. 1. σηκώνω ψηλά ή κλίνω προς τα πίσω το κεφάλι 2 …   Dictionary of Greek

  • κορδιαλός — και σκορδιαλός, ο δημώδης ονομασία τού πτηνού κορυδαλλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυδαλλός με μετάθεση. Ο τ. σκορδιαλός από συνεκφορά τού τελικού s από την αιτ. πληθ. τους κορδιαλούς. (πρβλ. σκύβω < εισ κύπτω)] …   Dictionary of Greek

  • προσκύπτω — ΜΑ [κύπτω] μσν. σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη αρχ. κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω …   Dictionary of Greek

  • υπερκύπτω — ΜΑ 1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω 2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι αρχ. 1. εξέχω, προεξέχω 2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κύπτω «σκύβω»] …   Dictionary of Greek

  • υποκύπτω — ὑποκύπτω ΝΜΑ υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους») 2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του») 3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» πέθανε αρχ …   Dictionary of Greek

  • επικύπτω — (AM ἐπικύπτω) [κύπτω] 1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.) 2. σκύβω για να κάνω κάτι μσν. υποκύπτω αρχ. 1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατακύπτω — (Α) 1. σκύβω προς τα κάτω («πρόσσω γὰρ κατέκυψε», Ομ. Ιλ.) 2. κοιτάζω προς τα κάτω 3. στρέφω τα μάτια στο έδαφος από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κύπτω «σκύβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”