- ἀπο-κωκύω
ἀπο-κωκύω, laut beklagen, Aesch. Ag. 1524 ψυχήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κωκύω, laut beklagen, Aesch. Ag. 1524 ψυχήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αποκωκύω — ἀποκωκύω (Α) μοιρολογώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»] … Dictionary of Greek
κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε … Dictionary of Greek
περικωκύω — Α (ποιητ. τ.) κλαίω, θρηνώ με κραυγές και ολολυγμούς γύρω από κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωκύω «κραυγάζω με οδύνη, θρηνώ»] … Dictionary of Greek