- ἀπο-κυέω
ἀπο-κυέω, gebären, Dion. Hal. 1, 70 Luc. Plut., auch von Thieren; übh. hervorbringen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κυέω, gebären, Dion. Hal. 1, 70 Luc. Plut., auch von Thieren; übh. hervorbringen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύαρ — το (Α κύαρ, ατος) μικρή οπή, όπως η οπή τής βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.) 2. το βαθύτερο σημείο τού ακουστικού πόρου νεοελλ. 1. η οπή τής στομίδας τού χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα… … Dictionary of Greek
οίδμα — οἶδμα, τὸ (Α) 1. (στον Όμ.) καθετί που εξογκώνεται, που φουσκώνει και ιδίως το κύμα τής θάλασσας («οἶδμ ἅλιον» Πίνδ.) 2. (ποιητ., συνεκδ.) α) κυματώδης πόντος, φουσκωμένη θάλασσα («Φρύγιον οἶδμα», Ευρ.) β) θυελλώδης άνεμος («χειμερίων ἄγριον… … Dictionary of Greek