- ἀπο-κρουνίζω
ἀπο-κρουνίζω, aufsprudeln u. hervorquellen, Plut. Symp. 7, 1, 3 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κρουνίζω, aufsprudeln u. hervorquellen, Plut. Symp. 7, 1, 3 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατακρουνίζω — (Α) χύνω νερό με δύναμη πάνω από κάποιον ή από κάτι («ἐξ υψηλοτέρου βάλλοντες καὶ οἷον κατακρουνίζοντες», Γαλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρουνίζω «ρίχνω νερό με δύναμη προς τα κάτω» (< κρουνός)] … Dictionary of Greek
κρούνισμα — κρούνισμα, τὸ (Α) [κρουνίζω] το νερό που τρέχει από την κρήνη … Dictionary of Greek