- ἀπο-γραφεύς
ἀπο-γραφεύς, ὁ, der Aufschreiber; auch eine Art Einnehmer, Schol. Plat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-γραφεύς, ὁ, der Aufschreiber; auch eine Art Einnehmer, Schol. Plat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… … Dictionary of Greek
γονιός — και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς) 1. ο πατέρας 2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικά α) πατέρας και μητέρα μαζί β) πρόγονοι νεοελλ. φρ. «πείνα και τών γονέων» πολύ μεγάλη πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *gon , ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
ερμηνεύς — ἑρμηνεύς, ὁ (AM) 1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές 2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος 3. ο μεσάζων, ο προξενητής 4. ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ … Dictionary of Greek