ἀπο-βύω

ἀπο-βύω

ἀπο-βύω (s. βύω), gänzlich verstopfen, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το …   Dictionary of Greek

  • τἀποβύσεται — ἀποβύ̱σεται , ἀπό βύω stuff aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποβύ̱σεται , ἀπό βύω stuff fut ind mid 3rd sg ἀποβύσεται , ἀπό βύζω to be frequent aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποβύσεται , ἀπό βύζω to be frequent fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβύσεται — ἀποβύ̱σεται , ἀπό βύω stuff aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποβύ̱σεται , ἀπό βύω stuff fut ind mid 3rd sg ἀπό βύζω to be frequent aor subj mid 3rd sg (epic) ἀπό βύζω to be frequent fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβύσαι — ἀποβύ̱σαῑ , ἀπό βύω stuff aor opt act 3rd sg ἀπό βύζω to be frequent aor inf act ἀποβύσαῑ , ἀπό βύζω to be frequent aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαποβύσας — προαποβύ̱σᾱς , πρό , ἀπό βύω stuff aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προαποβύσᾱς , πρό , ἀπό βύζω to be frequent aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβύσαντες — ἀποβύ̱σαντες , ἀπό βύω stuff aor part act masc nom/voc pl ἀπό βύζω to be frequent aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβύσητε — ἀποβύ̱σητε , ἀπό βύω stuff aor subj act 2nd pl ἀπό βύζω to be frequent aor subj act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόβυσον — ἀπόβῡσον , ἀπό βύω stuff aor imperat act 2nd sg ἀπό βύζω to be frequent aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέβυεν — ἀπέβῡεν , ἀπό βύω stuff imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβύω — Α 1. στουπώνω κάτι ολόγυρα 2. χώνω κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο 3. (κατά τον Ησύχ.) «περιβεβυσμένος περιπεφραγμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”