- ἀπο-βόσκομαι
ἀπο-βόσκομαι (s. βόσκω), abweiden, abfressen, καρπόν Ar. Av. 1066.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βόσκομαι (s. βόσκω), abweiden, abfressen, καρπόν Ar. Av. 1066.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
αμφιβόσκομαι — ἀμφιβόσκομαι (Α) βόσκω γύρω, τρώγω από παντού «ἐχίδνης ἰός ἀμφιβόσκεται» (Λουκιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βόσκομαι] … Dictionary of Greek
προβατεύω — Α [προβατεύς] 1. διατηρώ, εκτρέφω πρόβατα 2. βόσκω πρόβατα, είμαι ποιμένας προβάτων 3. παθ. προβατεύομαι βόσκομαι, τρώγομαι από πρόβατα … Dictionary of Greek