- ἀπο-μυλλαίνω
ἀπο-μυλλαίνω, mit verzogenem Munde verhöhnen, ein schiefes Maul ziehen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μυλλαίνω, mit verzogenem Munde verhöhnen, ein schiefes Maul ziehen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεμύλλαινον — ἀπό μυλλαίνω distort the mouth imperf ind act 3rd pl ἀπό μυλλαίνω distort the mouth imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… … Dictionary of Greek
μύλλον — μύλλον, τὸ (Α) χείλος («καὶ γὰρ τὰ χείλη μύλλα προσαγορεύουσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μύλλον, μυλλός (I), μυλλαίνω ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *mū, ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, άναρθρο μουρμούρισμα (πρβλ. μυ κ ῶμαι… … Dictionary of Greek