- ἀπο-μυζάω
ἀπο-μυζάω, aussaugen, Themist. or. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μυζάω, aussaugen, Themist. or. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… … Dictionary of Greek