ἀπο-νυστάζω

ἀπο-νυστάζω

ἀπο-νυστάζω (s. νυστάζω), über etwas einschlafen übertr., λόγων Plut. Cic. 24, im praes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • ἀπενύσταξα — ἀπό νυστάζω to be half asleep aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενύσταξαν — ἀπό νυστάζω to be half asleep aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενύσταξας — ἀπό νυστάζω to be half asleep aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενύσταξεν — ἀπό νυστάζω to be half asleep aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • ξενυστάζω — παύω να νυστάζω, απαλλάσσομαι από την υπνηλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + νυστάζω] …   Dictionary of Greek

  • διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… …   Dictionary of Greek

  • υπνώω — Α νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπνώω παράγεται από την λ. ὕπνος και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, με έκταση από έναν τ. ενεστ. *ὑπνάω, ῶ, ενώ, κατ άλλη άποψη, αναλογικά προς τον τ. ἱδρώω] …   Dictionary of Greek

  • βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κουτουλώ — άω, και κουτουλίζω 1. (για ζώα) χτυπώ ή έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα 2. χτυπώ με το κεφάλι 3. είμαι βλάκας 4. (στον τ. κουτουλώ) πάω στα τυφλά 5. φρ. «κουτουλάω από τη νύστα» νυστάζω πολύ και γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”