ἀπο-βρίζω

ἀπο-βρίζω

ἀπο-βρίζω (s. βρίζω), ausschlafen, Od. 9, 151. 12, 7; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 512; ὕπνον Callim. 56 (VII, 456).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • βρίζω — έβρισα, βρίστηκα, βρισμένος 1. μιλώ υβριστικά: Έμαθε από μικρός να βρίζει. 2. προσβάλλω κάποιον: Τον χτύπησα γιατί έβρισε χυδαία τη μάνα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • χέζω — ΝΜΑ 1. αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό, αποπατώ 2. ενεργούμαι και λερώνω κάτι 3. μέσ. χέζομαι α) τά κάνω πάνω μου, λερώνομαι β) μτφ. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα μόλις τόν είδα να παίρνει το πιστόλι» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ… …   Dictionary of Greek

  • απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… …   Dictionary of Greek

  • φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… …   Dictionary of Greek

  • καταβακχεύω — (AM καταβακχεύω) 1. γεμίζω κάποιον με ενθουσιασμό, με βακχική μανία 2. μέσ. καταβακχεύομαι μαίνομαι βακχικώς, καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό αρχ. μέσ. προσβάλλω, βρίζω χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βακχεύω «καταλαμβάνομαι από βακχικό… …   Dictionary of Greek

  • καταχέζω — (Α καταχέζω) νεοελλ. 1. αποπατώ πάρα πολύ 2. μτφ. βρίζω κάποιον πολύ άσχημα αρχ. χέζω κάποιον που βρίσκεται αποκάτω («ἀπὸ κορυφῆς νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν» από ψηλά τη νύχτα μια παρδαλή σαύρα τόν κουτσούλισε, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”