- ἀπο-ψίλωσις
ἀπο-ψίλωσις, ἡ, Entblößung, von Haaren, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-ψίλωσις, ἡ, Entblößung, von Haaren, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψίλωση — η / ψίλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ψιλῶ / ώνω] 1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα 2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα νεοελλ. α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία β) επίμονη διάρροια νεοελλ. μσν. γραμμ. η χρήση τού ψιλού πνεύματος, τής… … Dictionary of Greek