- ἀπο-φέρβομαι
ἀπο-φέρβομαι, abweiden; übertr., Eur. ἱερᾶς χώρας σοφίαν, genießen, Med. 827.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-φέρβομαι, abweiden; übertr., Eur. ἱερᾶς χώρας σοφίαν, genießen, Med. 827.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρβω — Α (ποιητ. τ.) 1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.) 2. (ενεργ και μέσ.) έχω («κεστρέα δ ... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.) 3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek