- ἀπο-φοίτησις
ἀπο-φοίτησις, ἡ, das Weggehen, Scheiden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-φοίτησις, ἡ, das Weggehen, Scheiden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοίτηση — η / φοίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [φοιτῶ] παρακολούθηση μαθημάτων σε εκπαιδευτικό ίδρυμα νεοελλ. (ειδικά) σπουδή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα μσν. εκκλ. α) η έλευση τού Σωτήρος β) η Δευτέρα Παρουσία αρχ. 1. το να συχνάζει κανείς κάπου 2. φρ.… … Dictionary of Greek