ἀπο-φράση

ἀπο-φράση

ἀπο-φράση, , bei Ath. VI, 367 c = δούλη, kretisch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομοιωματικός — ή, ό (ΑΜ ὁμοιωματικός, ή, όν) [ομοίωμα] γραμμ. (για αντωνυμία ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει ομοιότητα προς κάτι («η λέξη όπως είναι ομοιωματικός σύνδεσμος») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομοιωματικά σημεία γραφής (»)τα οποία τίθενται κάτω… …   Dictionary of Greek

  • κρούπεζαι — κρούπεζαι, αἱ (Α) 1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών 2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • ακροστιχίδα — Λέξη ή φράση ή αλφαβητική σειρά γραμμάτων που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των στίχων ή των στροφών ενός ποιήματος. Λέγεται και ακροστίχιοπαραστιχίδα. Το αντίθετο είναι το τελέστιχο όπου συμβαίνει το ίδιο αλλά με τα τελικά γράμματα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”