- ἀπο-τμήξ
ἀπο-τμήξ, ῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τμήξ, ῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτμήξ — ἡμιτμήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) κομμένος στη μέση, διχοτομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. απο τμήξ] … Dictionary of Greek