- ἀπο-τίλλω
ἀπο-τίλλω, abrupfen, τας τρίχας Her. 3, 16. 1, 123 Ar. Lys. 578 Eccl. 724; ἀποτιλῶ σε Cratin. B. A. 422; Luc. Gall. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τίλλω, abrupfen, τας τρίχας Her. 3, 16. 1, 123 Ar. Lys. 578 Eccl. 724; ἀποτιλῶ σε Cratin. B. A. 422; Luc. Gall. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
τίλη — η, ΝΑ, και τίλα Α καθένα από τα σωματίδια κονιορτού που αιωρείται στον αέρα και το οποίο γίνεται ορατό κυρίως μέσα σε δέσμη ηλιακών ακτίνων νεοελλ. καθένα από τα μόρια κολλοειδούς διαλύματος, το μικήλλιο αρχ. 1. απόρριμμα προερχόμενο από… … Dictionary of Greek
ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… … Dictionary of Greek
ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… … Dictionary of Greek
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… … Dictionary of Greek
παρατίλλω — ΜΑ μσν. μέσ. παρατίλλομαι αραιώνω πυκνοσπαρμένη φυτεία με απόσπαση μερικών φυτών αρχ. 1. αποσπώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη τού σώματος κάποιου, εκτός τής κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», Αριστοφ.) 2. μέσ. (γενικά) αποσπώ τις τρίχες μου … Dictionary of Greek
προτίλλω — Α μαδώ εκ τών προτέρων ή από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ + τίλλω «μαδώ, ξεριζώνω τα μαλλιά μου»] … Dictionary of Greek
τιλ(λ)ά — Α (κατά τον Ησύχ.) «πτερά». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω*, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. τού πτίλα «φτερά»] … Dictionary of Greek
τιλλοδόντια — τα, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη θηλαστικών οι αντιπρόσωποι τής οποίας έζησαν από το ανώτερο παλαιόκαινο ώς το μέσο ηώκαινο στη Βόρεια Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tillodontia (< τίλλω «μαδώ» + ὀδούς, ὀδόντος)] … Dictionary of Greek