- ὀπητίδιον
ὀπητίδιον, τό, dim. zu ὄπεας, Poll. 7, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπητίδιον, τό, dim. zu ὄπεας, Poll. 7, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπητίδιον — ὀπητίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ὄπεας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων εα ] … Dictionary of Greek