ἀπο-τίω

ἀπο-τίω

ἀπο-τίω, p. praes., = ἀποτίνω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀποτίω — ἀπό τίω pres subj act 1st sg (attic epic) ἀπό τίω pres ind act 1st sg (attic epic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres subj act 1st sg (epic ionic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποτίου — κατά , ἀπό τίω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) καταποτί̱ου , κατά , ἀπό τίω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κατά , ἀπό τίω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) καταποτί̱ου , κατά , ἀπό τίω imperf ind mp 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπότιον — κατά , ἀπό τίω imperf ind act 3rd pl (attic epic) κατά , ἀπό τίω imperf ind act 1st sg (attic epic) καταπότῑον , κατά , ἀπό τίω imperf ind act 3rd pl (epic ionic) καταπότῑον , κατά , ἀπό τίω imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποτίοις — κατά , ἀπό τίω pres opt act 2nd sg (attic epic) καταποτί̱οις , κατά , ἀπό τίω pres opt act 2nd sg (epic ionic) κατά πρόσειμι 1 sum pres opt act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποτίων — κατά , ἀπό τίω pres part act masc nom sg (attic epic) καταποτί̱ων , κατά , ἀπό τίω pres part act masc nom sg (epic ionic) καταποτί̱ων , κατά , πρόσ ἰόω become imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) καταποτί̱ων , κατά , πρόσ ἰόω become imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

  • Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …   Dictionary of Greek

  • καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”