- παρά-χρωμος
παρά-χρωμος, = παράχροος, Poll. 4, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-χρωμος, = παράχροος, Poll. 4, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριόχρωμος — η, ο αυτός που έχει πάρα πολλά και ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χρωμος (< χρώμα)] … Dictionary of Greek