- ἀπο-τελειόω
ἀπο-τελειόω, vollenden, Sp., p. = ἀποτελέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τελειόω, vollenden, Sp., p. = ἀποτελέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπετελείωσε — ἀπό τελειόω make perfect aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεοῦται — ἀπό τελειόω make perfect pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτελεώσας — ἀποτελεώσᾱς , ἀπό τελειόω make perfect aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)