- ἀπο-τεκμαίρομαι
ἀπο-τεκμαίρομαι, aus Zeichen etwas schließen, Ap. Rh. 4, 1538.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τεκμαίρομαι, aus Zeichen etwas schließen, Ap. Rh. 4, 1538.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… … Dictionary of Greek
ἀπετεκμαίροντο — ἀπό τεκμαίρομαι assign imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… … Dictionary of Greek
τεκμαρτός — ή, ό / τεκμαρτός, ή, όν, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του νεοελλ. φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει… … Dictionary of Greek
τέκμαρση — η / τέκμαρσις, άρσεως, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] η από βέβαια σημεία κρίση, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων αρχ. 1. η ικανότητα στη συναγωγή συμπερασμάτων 2. διάγνωση με βάση ορισμένα συμπτώματα … Dictionary of Greek