ἀπο-τροφή

ἀπο-τροφή

ἀπο-τροφή, , Nahrung, Unterhalt, Dion. Hal. 7, 28; βίου Luc. D. Mer. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

  • νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… …   Dictionary of Greek

  • νηστεύω — (ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) [νήστις] 1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός 2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες τού χρόνου που ορίζει η Εκκλησία 3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • λιμοκτονία — η (Α λιμοκτονία, ιων. τ. λιμοκτονίη) [λιμοκτονώ] νεοελλ. 1. θάνατος από ασιτία, από πείνα 2. συνεχής και μεγάλη στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή αρχ. μέθοδος θεραπείας με αποχή από τροφή, με απαγόρευση τροφής («τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπείας τὰς… …   Dictionary of Greek

  • αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» …   Dictionary of Greek

  • λιμαγχονία — λιμαγχονία, ἡ (Α) [λιμαγχονώ] 1. λιμαγχία* 2. αποχή από τροφή, νηστεία, εγκράτεια («λιμαγχονία ἄρτου», Αθαν. Αλεξ.) …   Dictionary of Greek

  • πειναλέος — α, ο 1. αυτός που πεινά πολύ. 2. αυτός που συχνά στερείται από τροφή, ο πολύ φτωχός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυρί — Τροφή η οποία προέρχεται από το γάλα, μετά από μια διαδικασία ωρίμανσης, που συντελείται με τη χρησιμοποίηση διαφόρων μικροβίων, κυρίως βακτηρίων, που προκαλούν τις διάφορες ζυμώσεις. Υπάρχουν, γενικά δύο είδη τ.: τα μαλακά και τα σκληρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”