- ἀπο-τρύχω
ἀπο-τρύχω, = folgdm, Plut. Ant. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-τρύχω, = folgdm, Plut. Ant. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυχώ — όω, Α 1. τρύχω*, καταστρέφω («ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα», Ηρωδιαν.) 2. παθ. τρυχοῡμαι, όομαι καταπονούμαι, εξαντλούμαι («τρυχωθῆναι τὸ σῶμα [ὑπὸ τῆς νόσου]», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύχω σχηματισμένος από τον τ. τρῦχος] … Dictionary of Greek
κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] … Dictionary of Greek