ἀπο-σῑτίζομαι

ἀπο-σῑτίζομαι

ἀπο-σῑτίζομαι, (von fern her) sich etwas zu essen holen, Aristaen. 1, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιτώ — σιτῶ, έω, ΝΜΑ [σῑτος] νεοελλ. παρέχω τροφή, σιτίζω μσν. αρχ. τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.) αρχ. (κυρίως το μέσ.) σιτοῡμαι, έομαι 1. τρώω 2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”