- ἀπο-σμήχω
ἀπο-σμήχω, = ἀποσμάω, Luc. Tim. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σμήχω, = ἀποσμάω, Luc. Tim. 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμήγμα — Η λέξη προέρχεται από το ρήμα σμήχω = σφουγγίζω, και σημαίνει το λιπαρό έκκριμα του δέρματος. Σμηγματογόνοι εξάλλου αδένες λέγονται μικροί και κυψελοειδείς αδένες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δέρμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Οι… … Dictionary of Greek
αλίσμηκτος — ἁλίσμηκτος, ον (Α) αυτός που ξεπλένεται, που καθαρίζεται από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + σμήχω «τρίβω, πλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
σμήκτρο — το, Ν είδος σφουγγαρίστρας με την οποία σκουπίζονται τα νερά από το κατάστρωμα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμήχω + επίθημα τρο (πρβλ. μάκ τρο)] … Dictionary of Greek