- ἀπο-σηκάζω
ἀπο-σηκάζω, aussperren, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σηκάζω, aussperren, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀποσηκασθέντες — ἀπό σηκάζω shut up in a pen aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακάζω — Ν (διαλ. τ.) σταματώ το θήλασμα μωρού, απογαλακτίζω νήπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. (με διατήρηση τού αιολ. α αντί τού η τής αττικής) σχηματισμένος από το αρχ. σηκάζω (< σηκός «μάντρα»), πρβλ. σηκίτης* / σακίτης «αρνί που θηλάζει»] … Dictionary of Greek